- αξενάγητος
- η , ο не имеющий экскурсовода, оставшийся без экскурсовода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀξενάγητος — without a guide masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξενάγητος — η, ο (AM ἀξενάγητος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν ξεναγήθηκε σε έναν ξένο τόπο αρχ. αυτός που δεν έχει οδηγό … Dictionary of Greek