αξενάγητος

αξενάγητος
η , ο не имеющий экскурсовода, оставшийся без экскурсовода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αξενάγητος" в других словарях:

  • ἀξενάγητος — without a guide masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξενάγητος — η, ο (AM ἀξενάγητος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν ξεναγήθηκε σε έναν ξένο τόπο αρχ. αυτός που δεν έχει οδηγό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»